επιμολύβδωση

επιμολύβδωση
η
1. η επικάλυψη μεταλλικής επιφάνειας με στρώμα μολύβδου
2. λεπτότατη επίστρωση μολύβδου στην εσωτερική επιφάνεια τής κάννης τού όπλου που οφείλεται σε παρατεταμένη χρήση μολύβδινων βολίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μολυβδώνω. Η λ. στον λόγιο τ. επιμολύβδωσις μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιμολύβδωση — η 1. η επικάλυψη επιφάνειας μεταλλικού αντικειμένου με λεπτό στρώμα μολύβδου. 2. πολύ λεπτή επίστρωση μολύβδου στην εσωτερική επιφάνεια της κάννης των όπλων εξαιτίας μεγάλης χρήσης βολίδων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”